σπαζοκεφαλιά

σπαζοκεφαλιά
η, Ν
1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι
2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. -ιά (πρβλ. απλοχερ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοθραύστης — ο 1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο 2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης. Η λ., στον λόγιο… …   Dictionary of Greek

  • σπαζοκεφαλιάζω — Ν [σπαζοκεφαλιά] βασανίζω το μυαλό μου για να βρω τη λύση ενός προβλήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”